- κοντοστάβλης
- κοντοστάβλης, ὁ (Μ) βλ. κοντόσταυλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντοστάβλαινα — κοντοστάβλαινα, ἡ (Μ) η σύζυγος τού κοντοστάβλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού κοντοστάβλης] … Dictionary of Greek
κοντοσταβλίκιν — κοντοσταβλίκιν, τὸ (Μ) το αξίωμα τού κοντοστάβλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντοστάβλης* + κατάλ. ίκι(ο)ν (πρβλ. αρχονταρ ίκιν)] … Dictionary of Greek
κοντόσταυλος — Τίτλος ανώτατων αυλικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των φραγκικών κρατών. Οι βυζαντινοί κ. συγκαταλέγονταν μεταξύ των ανώτατων τιτλούχων της βυζαντινής ιεραρχίας και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, αλλά σταδιακά ο … Dictionary of Greek